- πόθος
- I
Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο Βούλτσι της Ιταλίας και εικονίζει τον Π., τον Έρωτα και τον Ίμερο, να παρακολουθούν την κρίση του Πάρη. Το πιο φημισμένο από τα αγάλματά του ήταν έργο του Σκόπα και βρισκόταν στο ναό της Αφροδίτης στα Μέγαρα.IIΜικρός ημιορεινός οικισμός, στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού.* * *ο, ΝΜΑ1. έντονη επιθυμία για κάτι που μας λείπει ή για κάτι που φοβόμαστε μήπως τό χάσουμε (α. «μέσα μου πόθοι ζούνε, πλήσια μεθύσια», Παλαμ.β. «τίς ὁ πόθος αὐτοὺς ἵκετ';», Σοφ.)2. έντονη ερωτική επιθυμία (α. «πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον», δημ. τραγούδιβ. «τα μάγια που πάνε μετ' αρπάγια τού πόθου», Παλαμ.γ. «ὅταν δ' οὖν... γαργαλισμοῡ τε καὶ πόθου κέντρων ὑποπλησθῇ», Πλάτ.)3. επιθυμία, προσήλωση πνευματική (α. «ευγενείς πόθοι και ιδανικά» β. «πόθῳ... ἀγόμενος πρὸς τὴν εὕρεσιν τοῡ καλοῡ», Κλήμ.)4. ως κύρ. όν. Πόθοςπροσωποιημένη η ερωτική επιθυμία, ο θεός τού ερωτικού πόθου («Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Πόθος, εἰ δὴ διάφορά ἐστι κατὰ ταὐτὰ τοῑς ὀνόμασι καὶ τὰ ἔργα σφίσι» Παυσ.)νεοελλ.1. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας αροΐδες2. φρ. ειρων. «ευσεβείς πόθοι» — σκέψεις και επιθυμίες που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν και όμως εμφανίζονται ως γεγονότα ή ως δυνατά να γίνουναρχ.είδος ασφοδέλου που το φύτευαν δίπλα στους τάφους («ὁ πόθος καλούμενοςδιττὸς δὲ οὗτος ὁ μὲν ἔχων ἄνθος ὅμοιον ὑακίνθῳὁ δ' ἕτερος ἔκλευκος, ᾧ χρῶνται πρὸς τοὺς τάφους», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ποθώ].
Dictionary of Greek. 2013.